-
1 προσμονή
πρόσ-μονάζωto be alone: fut ind mid 2nd sg (doric)πρόσ-μονάζωto be alone: fut ind act 3rd sg (doric) -
2 προσμονῇ
πρόσ-μονάζωto be alone: fut ind mid 2nd sg (doric)πρόσ-μονάζωto be alone: fut ind act 3rd sg (doric) -
3 προσμονή
η ожидание, надежда -
4 kollama
προσμονή, επαγρύπνηση -
5 umulma
προσμονή, προσδοκία -
6 ожидание
ожидание с 1) η προσμονή, η αναμονή 2) (надежда) η ελπίδα* * *с1) η προσμονή, η αναμονή2) ( надежда) η ελπίδα -
7 выжидание
выжида||ниес ἡ ἀναμονή, ἡ προσδοκία, τό καρτέρι, ἡ προσμονή. -
8 ожидание
ожида́||ниес ἡ ἀναμονή, ἡ προσμονή / ἡ προσδοκία, ἡ ἐλπίς (надежда):сверх всякого \ожиданиения ἀνώτερο πάσης προσδοκίας· обмануть \ожиданиения διαψεύδω τις προσδοκίες· в \ожиданиении περιμένοντας, ἐν ἀναμονή· в \ожиданиении скорого ответа ἐν ἀναμονή ταχείας ἀπαντήσεως· ◊ зал \ожиданиения ἡ αίθουσα ἀναμονής. -
9 ожидание
-я ουδ.1. αναμονή, εγκαρτέρηση.2. προσδοκία, προσμονή, απαντοχή•сверх всякого -я παρά πάσαν προσδοκίαν•
в -ии εν αναμονή, περιμένοντας.
3. ελπίδα•вопреки -ю παρ ελπίδα, απροσδόκητα.
εκφρ.нетерпимое ожидание – αδημονία, ανυπομονησία. -
10 beklenti
προσδοκία, προσμονή
См. также в других словарях:
προσμονή — η, Ν [προσμένω] 1. ελπιδοφόρα αναμονή 2. έντονη προσδοκία … Dictionary of Greek
προσμονή — η αναμονή, ελπίδα, προσδοκία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσμονῇ — πρόσ μονάζω to be alone fut ind mid 2nd sg (doric) πρόσ μονάζω to be alone fut ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Napoleon Lapathiotis — (Ναπολέων Λαπαθιώτης; 31 October 1888 – 7 January 1944) was a Greek poet. A native of Athens, he began writing and publishing poetry when he was eleven. In 1907, along with others, he established the Igiso (Ἡγησώ, from the Attic Greek name… … Wikipedia
George Dalaras — Γιώργος Νταλάρας Background information Born 29 September 1949 (1949 09 29) (age 62) … Wikipedia
Даларас, Йоргос — Йоргос Даларас Канада, 2006 год Основная информация … Википедия
άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον … Dictionary of Greek
αναμονή — η (Α ἀναμονή) [ἀναμένω] 1. το να περιμένει, να προσδοκεί κανείς κάτι ή κάποιον προσμονή, προσδοκία 2. υπομονή, καρτερία, εγκαρτέρηση νεοελλ. 1. ησυχία, ηρεμία, άνεση 2. «αίθουσα αναμονής», ο χώρος όπου περιμένει κανείς 3. φρ. «εν αναμονή», με την … Dictionary of Greek
γλυκαπαντοχή — η (Μ γλυκοαπαντοχή) γλυκιά ελπίδα, προσμονή … Dictionary of Greek
εκδοχή — η (AM ἐκδοχή) 1. ερμηνεία, εξήγηση, αντίληψη 2. συμπέρασμα, γνώμη αρχ. μσν. προσμονή, προσδοκία μσν. 1. υποδοχή 2. ταμείο αρχ. 1. παραλαβή 2. εξακολούθηση, διαδοχή 3. αποδοχή, αναγνώριση υπηρεσίας 4. εγγύηση, ασφάλεια 5. συμβόλαιο, συνθήκη,… … Dictionary of Greek
σασπένς — το, Ν άκλ. αγωνιώδης αβεβαιότητα και προσμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. suspense «εκκρεμότητα, αβεβαιότητα, αγωνία» (< λατ. suspendo «κρεμώ»)] … Dictionary of Greek