Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η προσμονή

См. также в других словарях:

  • προσμονή — η, Ν [προσμένω] 1. ελπιδοφόρα αναμονή 2. έντονη προσδοκία …   Dictionary of Greek

  • προσμονή — η αναμονή, ελπίδα, προσδοκία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσμονῇ — πρόσ μονάζω to be alone fut ind mid 2nd sg (doric) πρόσ μονάζω to be alone fut ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Napoleon Lapathiotis — (Ναπολέων Λαπαθιώτης; 31 October 1888 – 7 January 1944) was a Greek poet. A native of Athens, he began writing and publishing poetry when he was eleven. In 1907, along with others, he established the Igiso (Ἡγησώ, from the Attic Greek name… …   Wikipedia

  • George Dalaras — Γιώργος Νταλάρας Background information Born 29 September 1949 (1949 09 29) (age 62) …   Wikipedia

  • Даларас, Йоргос — Йоргос Даларас Канада, 2006 год Основная информация …   Википедия

  • άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον …   Dictionary of Greek

  • αναμονή — η (Α ἀναμονή) [ἀναμένω] 1. το να περιμένει, να προσδοκεί κανείς κάτι ή κάποιον προσμονή, προσδοκία 2. υπομονή, καρτερία, εγκαρτέρηση νεοελλ. 1. ησυχία, ηρεμία, άνεση 2. «αίθουσα αναμονής», ο χώρος όπου περιμένει κανείς 3. φρ. «εν αναμονή», με την …   Dictionary of Greek

  • γλυκαπαντοχή — η (Μ γλυκοαπαντοχή) γλυκιά ελπίδα, προσμονή …   Dictionary of Greek

  • εκδοχή — η (AM ἐκδοχή) 1. ερμηνεία, εξήγηση, αντίληψη 2. συμπέρασμα, γνώμη αρχ. μσν. προσμονή, προσδοκία μσν. 1. υποδοχή 2. ταμείο αρχ. 1. παραλαβή 2. εξακολούθηση, διαδοχή 3. αποδοχή, αναγνώριση υπηρεσίας 4. εγγύηση, ασφάλεια 5. συμβόλαιο, συνθήκη,… …   Dictionary of Greek

  • σασπένς — το, Ν άκλ. αγωνιώδης αβεβαιότητα και προσμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. suspense «εκκρεμότητα, αβεβαιότητα, αγωνία» (< λατ. suspendo «κρεμώ»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»